- χειμάμυνα
- ἡ, Αβαρύ ένδυμα και κάθε άλλο μέσο με το οποίο αντιμετωπίζει κανείς τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + ἄμυνα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειμάμυνα — defence against winter fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμάμυναι — χειμάμυνα defence against winter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμάμυναν — χειμάμυνα defence against winter fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… … Dictionary of Greek